- επισφοδρύνω
- ἐπισφοδρύνω (Α)ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισφοδρύναντα — ἐπισφοδρύ̱ναντα , ἐπισφοδρύνω make rigid aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπισφοδρύ̱ναντα , ἐπισφοδρύνω make rigid aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)